ἐπιφοιτήσει

  • 1ἐπιφοιτήσει — ἐπιφοίτησις a coming upon fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιφοιτήσεϊ , ἐπιφοίτησις a coming upon fem dat sg (epic) ἐπιφοίτησις a coming upon fem dat sg (attic ionic) ἐπιφοιτάω come habitually aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἐπιφοιτάω… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2επιφοίτηση — η (AM ἐπιφοίτησις) [επιφοιτώ] κάθοδος από ψηλά, από τον ουρανό, θεία έμπνευση, φώτιση (α. «επίφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος» β. «ἐπιφοιτήσει τοῡ Θεοῡ», Ιώσ.) αρχ. μσν. μετάβαση σ’ έναν τόπο («ἐπί διασκοπῇ τῆς Ρωμαϊκῆς ἐπιφοιτήσεως», Θεοφύλ. Σ.) αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 3πνευματοκλήτωρ — ωρος, ὁ, ἡ, ΝΜΑ αυτός που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα για να τόν επιφοιτήσει, να τού προσφέρει τη χάρη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, ατος + κλήτωρ (< καλῶ)] …

    Dictionary of Greek