ἐπιφαύσκω

  • 1επιφαύσκω — ἐπιφαύσκω (Α) (για φωτεινή πηγή) λάμπω, ανατέλλω, φωτίζω (α. «εἰ σελήνη συντάσσει, καὶ οὐκ ἐπιφαύσκει», ΠΔ β. ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαύ σκ ω (< θεματικός αόρ. φάF ε «φώτισε» με παρέκταση σκ )] …

    Dictionary of Greek

  • 2ԾԱԳԵՄ — (եցի.) NBH 1 0998 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 12c ն. ἁνατέλλω oriri facio παρατείνω extendo եւն. Ցայտել կամ ձգել ʼի դուրս. բղխել. տալ ծնանիլ. ծաւալել. երեւեցուցանել. յայտնել. ցաթեցնել, երեւցնել. *Զարեգակն իւր ծագէ ʼի վերայ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)