ἐπιτίμως

  • 1ἐπιτίμως — ἐπιτί̱μως , ἐπίτιμος in possession of his rights and franchises adverbial ἐπιτί̱μως , ἐπίτιμος in possession of his rights and franchises masc/fem acc pl (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2επίτιμος — η, ο (Α ἐπίτιμος, ον) αυτός που απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και προνόμια τού ελεύθερου πολίτη («πάντας ἀνθρώπους ἑκόντες συγγενεῖς κτησώμεθα κἀπιτίμους καὶ πολίτας», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που έχει τιμητικά κάποιο τίτλο χωρίς να έχει και τα… …

    Dictionary of Greek