ἐπιτμήγω

  • 1επιτμήγω — ἐπιτμήγω (επικ. τ. τού ἐπιτέμνω) (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιτμήγειν ἐπιτέμνεσθαι σπεύδειν» …

    Dictionary of Greek