ἐπιτηϑή
1επιτήθη — ἐπιτήθη και ἐπιτηθή, ἡ (AM) η μητέρα τής γιαγιάς αρχ. η μητέρα τής προγιαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τήθη «γιαγιά»] …
1επιτήθη — ἐπιτήθη και ἐπιτηθή, ἡ (AM) η μητέρα τής γιαγιάς αρχ. η μητέρα τής προγιαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τήθη «γιαγιά»] …