ἐπιτηρεῖ
1ἐπιτηρεῖ — ἐπιτηρέω look out pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιτηρέω look out pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπιτηρέω look out pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιτηρέω look out pres ind act 3rd sg (attic epic doric… …
2ἐπιτήρει — ἐπιτηρέω look out pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπιτηρέω look out pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπιτηρέω look out imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἐπιτηρέω look out imperf ind act 3rd sg (attic epic) …
3επιτηρητικός — ή, ό (Α ἐπιτηρητικός, ή, όν) [επιτηρητής] νεοελλ. κατάλληλος ή αρμόδιος να επιτηρεί, αυτός που έχει εντολή να επιτηρεί («επιτηρητικός στρατός» τμήμα στρατού που επιτηρεί τις κινήσεις τού εχθρού) αρχ. αυτός που παραμονεύει, που καιροφυλακτεί… …
4επιτηρητικός — ή, ό επίρρ. ά ο κατάλληλος να επιτηρεί ή που έχει εντολή να επιτηρεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5δίοπος — (I) ο (AM δίοπος) [διέπω] νεοελλ. ναυτ. κατώτερος βαθμοφόρος τού πολεμικού ναυτικού αντίστοιχος τού δεκανέα τού στρατού ξηράς αρχ. μσν. 1. κυβερνήτης 2. κυβερνήτης πλοίου 3. αυτός που επιστατεί στη φόρτωση πλοίου και επιτηρεί το φορτίο. (II)… …
6επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια …
7επιτηρώ — (AM ἐπιτηρῶ, έω) [τηρώ] νεοελλ. επιβλέπω, εποπτεύω μσν. προσέχω, προστατεύω κάποιον αρχ. μσν. 1. παραμονεύω, καιροφυλακτώ 2. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ αρχ. 1. επιθεωρώ, εποπτεύω, διοικώ 2. προσπαθώ ν’ ανακαλύψω κάτι («σὺ δ’ ἐπιτήρει τὸ βλάβος»… …
8εφορατικός — ἐφορατικός, ή, όν (Α) [εφορώ] επιτήδειος στο να επιτηρεί, να επιβλέπει …
9εφορευτικός — ή, ό [εφορεύω] 1. ο αρμόδιος στο να εφορεύει, να επιτηρεί, ο εποπτικός 2. φρ. «εφορευτική επιτροπή» η επιτροπή που εποπτεύει μια νόμιμη διαδικασία, κυρίως τη διεξαγωγή τών εκλογών …
10θεμισκόπος — θεμισκόπος, ον (Α) αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη δικαιοσύνη και την τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + σκοπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. κατά σκοπος, οιωνο σκόπος] …