ἐπιτελ-έω

  • 1κανονάρχης — και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος) βοηθός τού ψάλτη, που τού υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων νεοελλ. μσν. μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής …

    Dictionary of Greek

  • 2κλεισουράρχης — ή κλεισουριάρχης, ὁ (Μ) 1. ο αρχηγός τής φρουράς που φύλαγε κλεισούρα, κλεισουροφύλακας 2. (στο Βυζ.) ο διοικητής τής κλεισούρας, μικρής διοικητικής περιφέρειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεισούρα + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. επιτελ άρχης, τελετ άρχης] …

    Dictionary of Greek