ἐπιταγή
1ἐπιταγή — imposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …
3επιταγή — η 1. διαταγή, προσταγή, παραγγελία, πρόσταγμα: Η υπεράσπιση της πατρίδας είναι επιταγή καθήκοντος. 2. έγγραφη παραγγελία σε κάποιον να πληρώσει χρηματικό ποσό σε τρίτο πρόσωπο: Ταχυδρομική επιταγή. 3. έγγραφο με το οποίο ο «εκδότης» παραγγέλλει… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐπιταγῇ — ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 3rd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 3rd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 3rd sg ἐπιταγή imposition fem dat sg (attic epic ionic) …
5ἐπιταγῆι — ἐπιταγῇ , ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 3rd sg ἐπιταγῇ , ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 3rd sg ἐπιταγῇ , ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 3rd sg ἐπιταγῇ , ἐπιταγή imposition fem dat sg (attic epic ionic) …
6ἐπιταγαῖς — ἐπιταγή imposition fem dat pl …
7ἐπιταγαί — ἐπιταγή imposition fem nom/voc pl …
8ἐπιταγῆς — ἐπιταγή imposition fem gen sg (attic epic ionic) …
9ἐπιταγήν — ἐπιταγή imposition fem acc sg (attic epic ionic) …
10ἐπιταγῶν — ἐπιταγή imposition fem gen pl …