ἐπισωρεύσουσι
1ἐπισωρεύσουσι — ἐπισωρεύω heap upon aor subj act 3rd pl (epic) ἐπισωρεύω heap upon fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπισωρεύω heap upon fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
2επισωρεύω — (AM ἐπισωρεύω) (για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ) νεοελλ. συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα») μσν.… …