ἐπισχερω

  • 1επισχερώ — ἐπισχερώ (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.) 2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.) 3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες …

    Dictionary of Greek

  • 2ἐπισχερώ — in a row indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ενσχερώ — ἐνσχερώ (Α) επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ τού επιθ. σχερός. (Για το β συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 4ολοσχερής — ές (ΑΜ ὁλοσχερής, ές) ολοκληρωτικός, ολόκληρος, πλήρης, εντελής, τέλειος («ολοσχερής καταστροφή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός, εκτεταμένος, σπουδαίος, μεγάλος («ἅμα δὲ τῷ τούτων ὁλοσχερεστέραν γενέσθαι τὴν συμπλοκήν» …

    Dictionary of Greek

  • 5seĝh-, seĝhi-, seĝhu- —     seĝh , seĝhi , seĝhu     English meaning: to hold, possess; to overcome smbd.; victory     Deutsche Übersetzung: “festhalten, halten; einen in Kampf ũberwältigen; Sieg”     Material: O.Ind. sáhatē “ mastered, is able, endures “, sáhas n.… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary