ἐπιστατεῖ
1ἐπιστατεῖ — ἐπιστατέω to be an pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιστατέω to be an pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπιστατέω to be an pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπιστατέω to be an pres ind act 3rd sg (attic epic doric …
2ἐπιστάτει — ἐπιστατέω to be an pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπιστατέω to be an pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπιστατέω to be an imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἐπιστατέω to be an imperf ind act 3rd sg (attic epic) …
3επιστατικός — ή, ό (AM ἐπιστατικός, ή, όν) [επιστάτης] νεοελλ. φρ. «επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας» τα γονίδια που επικρατούν έναντι τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους αρχ. μσν. ικανός ή κατάλληλος να επιστατεί μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …
4ανεπίσκοπος — ἀνεπίσκοπος, ον (Α) ο χωρίς επίβλεψη, παραμελημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίσκοπος «αυτός που επιστατεί, που επιβλέπει, ο επιτηρητής»] …
5δίοπος — (I) ο (AM δίοπος) [διέπω] νεοελλ. ναυτ. κατώτερος βαθμοφόρος τού πολεμικού ναυτικού αντίστοιχος τού δεκανέα τού στρατού ξηράς αρχ. μσν. 1. κυβερνήτης 2. κυβερνήτης πλοίου 3. αυτός που επιστατεί στη φόρτωση πλοίου και επιτηρεί το φορτίο. (II)… …
6εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …
7επιστατώ — (AM ἐπιστατῶ, έω) [επιστάτης] είμαι επιστάτης, εποπτεύω, επιβλέπω («επιστατώ στα έργα», «ἐπιστατεῑ τοῡ ἔργου», «ποιμνίοις ἐπεστάτουν») αρχ. 1. στέκομαι από πάνω, υποστηρίζω, βοηθώ («Παιὼν τῶδ’ ἐπεστάτει λόγῳ», Αισχύλ.) 2. ακολουθώ («τίς γάρ με… …
8εστιάρχης — ἑστιάρχης και ἑστίαρχος, ὁ (Α) αυτός που επιστατεί στο συμπόσιο, ο οικοδεσπότης, ο συμποσιάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστία + αρχης* πρβλ. γεν άρχης] …
9ομοπολώ — ὁμοπολῶ, έω (Α) κινώ μαζί («ἐπιστατεῑ δὲ οὗτος ὁ θεὸς τῇ ἁρμονία ὁμοπολῶν αὐτὰ πάντα καὶ κατὰ θεοὺς καὶ κατ ἀνθρώπους», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πολῶ, μέσω αμάρτυρου *ὁμοπόλος] …
10οψονόμος — ὀψονόμος, ὁ (ΑΜ) άτομο που επιστατεί τη διατίμηση τών ψαριών και γενικά τών τροφίμων, αγορανόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή» + νόμος*] …
- 1
- 2