ἐπιστατεῖ

  • 11σκουτέρης — (I) ο, ΝΜΑ ο σκουτάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκουτάριος*]. (II) ο, Ν αυτός που επιστατεί, που επιβλέπει τη στάνη, βοσκός, τσοπάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. skuter] …

    Dictionary of Greek