ἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε

  • 1επιστήμονας — ο και επιστήμων, ο, η (AM ἐπιστήμων, ὁ, ἡ) [επίσταμαι] μσν. νεοελλ. αυτός που ύστερα από ειδικές σπουδές έχει αναγνωριστεί ως κάτοχος μιας επιστήμης αρχ. μσν. έμπειρος, πεπειραμένος («τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας», Θουκ.) αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος… …

    Dictionary of Greek