ἐπισκευάζομαι

  • 1επισκευάζομαι — επισκευάζομαι, επισκευάστηκα, επισκευασμένος βλ. πίν. 36 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2επισκευάζω — (AM ἐπισκευάζω) [σκευή] επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω αρχ. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῑπνον αὐτοῑς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον») 2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.) 3. (για ζώα) σαμαρώνω… …

    Dictionary of Greek