ἐπισκήπτω
81προσεπισκήψει — πρόσ ἐπισκήπτω make to lean upon aor subj act 3rd sg (epic) πρόσ ἐπισκήπτω make to lean upon fut ind mid 2nd sg πρόσ ἐπισκήπτω make to lean upon fut ind act 3rd sg …
82ἐπισκήψει — ἐπίσκηψις injunction fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπισκήψεϊ , ἐπίσκηψις injunction fem dat sg (epic) ἐπίσκηψις injunction fem dat sg (attic ionic) ἐπισκήπτω make to lean upon aor subj act 3rd sg (epic) ἐπισκήπτω make to lean upon fut ind mid …
83ἐπισκήψῃ — ἐπισκήψηι , ἐπίσκηψις injunction fem dat sg (epic) ἐπισκήπτω make to lean upon aor subj mid 2nd sg ἐπισκήπτω make to lean upon aor subj act 3rd sg ἐπισκήπτω make to lean upon fut ind mid 2nd sg …
84προσεπισκήπτομεν — πρόσ ἐπισκήπτω make to lean upon pres ind act 1st pl πρόσ ἐπισκήπτω make to lean upon imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …
85ἐπεσκήψαθ' — ἐπεσκήψατο , ἐπισκήπτω make to lean upon aor ind mid 3rd sg ἐπεσκήψατε , ἐπισκήπτω make to lean upon aor ind act 2nd pl …
86ἐπισκήψεις — ἐπίσκηψις injunction fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίσκηψις injunction fem nom/acc pl (attic) ἐπισκήπτω make to lean upon aor subj act 2nd sg (epic) ἐπισκήπτω make to lean upon fut ind act 2nd sg …
87επίσκηψις — ἐπίσκηψις, ἡ (Α) [επισκήπτω] 1. εντολή, διαταγή 2. (ως αττ. δικαν. όρος) καταγγελία («πρῶτος ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν», Αριστοτ.) …
88καταπνέω — και επικ. τ. καταπνείω (Α) 1. εκπνέω πνοή πάνω σε κάποιον ή κάτι, φυσώ κάποιον από πάνω 2. (για ανέμους) α) φυσώ β) επιπνέω, φυσώ πάνω σε κάποιον 3. εμπνέω («θεὸς καταπνεῑσε», Ευρ.) 4. μτφ. επέρχομαι ξαφνικά, επισκήπτω 5. παθ. α) (για τόπους)… …
89προσεπισκήπτω — Α προσθέτω κι άλλες θερμές παρακλήσεις, παρακαλώ θερμά κάποιον ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπισκήπτω «εξορκίζω, παρακαλώ θερμά»] …
90υποταγή — η / ὑποταγή, ΝΜΑ [ὑποτάσσω] 1. καθυπόταξη, υποδούλωση (α. «η υποταγή τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ ἄνευ κινδύνου ὑποταγή», Δίον. Αλ.) 2. εκούσια συγκατάθεση, υπακοή (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ… …