ἐπιρρήματα

  • 21αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …

    Dictionary of Greek

  • 22αριθμητικός — ή, ό (AM ἀριθμητικός, ή, όν) [αριθμητός] 1. ο σχετικός με την αρίθμηση, τους αριθμούς και την αριθμητική 2. αυτός που εκφράζεται με αριθμούς ή εκφράζει αριθμούς 3. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική η επιστήμη των αριθμών νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η… …

    Dictionary of Greek

  • 23ατεχνής — ἀτεχνής, ές (Α) Ι. 1. ο χωρίς τέχνη, ο άτεχνος. 2. αδέξιος II. επίρρ. ἀτεχνῶς 1. απλώς 2. πραγματικά, ακριβώς 3. με ειλικρίνεια 4. ανεπιτήδευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. ατεχνής < α στερ. + τέχνη επίρρ. ατεχνώς < άτεχνος*. Ο τονισμός του επιρρήματος,… …

    Dictionary of Greek

  • 24γιαδαύτος — και γιαδαύτο και γιαταύτος επίρρ. γι αυτόν τον λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < για + δαύτο (ουδ. τής αντων. δαύτος). το ς αναλογικά προς άλλα επιρρήματα σε ς] …

    Dictionary of Greek

  • 25γνυξ — γνύξ επίρρ. (Α) στα γόνατα ή με λυγισμένα γόνατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας και με κατάληξη ξ αναλογικά προς άλλα επιρρήματα (πρβλ. λαξ, πυξ κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 26δαξ — δὰξ επίρρ. (Α) οδάξ*, με τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω για τον σχηματισμό πρβλ. και αρχ. επιρρήματα πυξ «με τις πυγμές», λαξ «με λακτίσματα, κλοτσιές» κ.τ.ό.] …

    Dictionary of Greek

  • 27δευτερεύω — (AM δευτερεύω) [δεύτερος] 1. είμαι ο δεύτερος, κατέχω την αμέσως επόμενη θέση μετά τον πρώτο 2. δεν έχω μεγάλη σημασία ή αξία, βρίσκομαι σε κατώτερη θέση («ασχολείται με δευτερεύοντα θέματα») μσν. νεοελλ. ο Δευτερεύων τιμητικό οφφίκιο που… …

    Dictionary of Greek

  • 28δοτικοφανής — ές (Μ δοτικοφανής, ές) αυτός που φαίνεται σαν δοτική («δοτικοφανή επιρρήματα», όπως λ.χ. ταύτῃ, ἄλλῃ ᾗ κ.λπ …

    Dictionary of Greek

  • 29εδά — (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά).Πολιτικό κόμμα της μετεμφυλιακής περιόδου. Συγκροτήθηκε το 1951 από μέλη και στελέχη της εαμικής Αριστεράς (με την πολιτική καθοδήγηση του ΚΚΕ) και αναδείχθηκε γρήγορα τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Κατά τις… …

    Dictionary of Greek

  • 30εκεί — και κει (AM ἐκεῑ) επίρρ. 1. σ εκείνη τη θέση, σ εκείνο το μέρος 2. προς εκείνη την κατεύθυνση 3. χρον. τότε 4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῑς ἐκεῑ σέβας», Σοφ. β. «τράβηξε προς τα κει») 5. με… …

    Dictionary of Greek