ἐπιπυνθάνομαι
1επιπυνθάνομαι — ἐπιπυνθάνομαι (Α) [πυνθάνομαι] 1. ζητώ πληροφορίες, ερευνώ για να μάθω εκ τών υστέρων 2. ερευνώ ξανά …
1επιπυνθάνομαι — ἐπιπυνθάνομαι (Α) [πυνθάνομαι] 1. ζητώ πληροφορίες, ερευνώ για να μάθω εκ τών υστέρων 2. ερευνώ ξανά …