ἐπιπροΐημι
1επιπροΐημι — ἐπιπροΐημι (Α) [προΐημι] 1. στέλνω, κατευθύνω, ξαποστέλνω κάποιον σ’ έναν τόπο («τὸν μέν... νηυσὶν ἐπιπροέηκα Ἴλιον εἴσω», Ομ. Ιλ.) 2. ρίχνω, εκσφενδονίζω …
2ἐπιπροίησι — ἐπιπροίημι send forth pres ind act 3rd sg ἐπιπροίησι , ἐπιπροίημι send forth pres subj act 3rd sg (epic) ἐπιπροίησι , ἐπιπροίημι send forth pres subj mp 2nd sg (epic) …
3ἐπιπροεῖναι — ἐπιπροίημι send forth aor inf act ἐπιπροεῖναι , ἐπιπροίημι send forth aor inf act …
4ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …
5ἐπιπροείς — ἐπιπροίημι send forth aor part act masc nom/voc sg …
6ἐπιπροιεῖσα — ἐπιπροίημι send forth pres part act fem nom/voc sg …
7ἐπιπροιείς — ἐπιπροίημι send forth pres part act masc nom/voc sg …
8ἐπιπροἕηκα — ἐπιπροέηκα , ἐπιπροίημι send forth aor ind act 1st sg (epic) …
9ἐπιπροἕηκεν — ἐπιπροέηκεν , ἐπιπροίημι send forth aor ind act 3rd sg (epic) …
10ἐπιπροέηκα — ἐπιπροίημι send forth aor ind act 1st sg (epic) …
- 1
- 2