ἐπιπροχέω
1επιπροχέω — ἐπιπροχέω (Α) [προχέω] 1. ξεχύνω, εκφέρω 2. παθ. εφορμώ, ξεχύνομαι …
2ἐπιπροχεομένου — ἐπιπροχέω pour forth pres part mp masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) ἐπιπροχέω pour forth pres part mp masc/neut gen sg …
3ἐπιπροχυθεῖσα — ἐπιπροχέω pour forth aor part pass fem nom/voc sg …
4ἐπιπροχέουσ' — ἐπιπροχέουσα , ἐπιπροχέω pour forth pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) ἐπιπροχέουσα , ἐπιπροχέω pour forth pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐπιπροχέουσι , ἐπιπροχέω pour forth pres part act masc/neut dat pl (epic …
5χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …