ἐπιπομπεύειν
1ἐπιπομπεύειν — ἐπιπομπεύω triumph over pres inf act (attic epic) ἐπιπομπεύω triumph over pres inf act (attic epic) …
2επιπομπεύω — ἐπιπομπεύω (Α) [πομπεύω] τελώ πομπή, κάνω θρίαμβο, και επομένως χαίρομαι, πανηγυρίζω («ταῑς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῑς», Πλούτ.) …