ἐπιπλώσας

  • 1ἐπιπλώσας — ἐπιπλώσᾱς , ἐπιπλάζω fut part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐπιπλώσᾱς , ἐπιπλάζω fut part act fem gen sg (doric) ἐπιπλώσᾱς , ἐπιπλέω sail upon aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2επιπλώνω — (I) εφοδιάζω με έπιπλα, βάζω σε δωμάτιο ή σε σπίτι τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο σπίτι, δωμάτιο, γραφείο» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο( ν). Η λ. επιπλώ, όω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις]. (II) ἐπιπλώνω (Μ) εκτείνω, απλώνω… …

    Dictionary of Greek