ἐπιπλοκή
1ἐπιπλοκῇ — ἐπιπλοκή plaiting together fem dat sg (attic epic ionic) …
2ἐπιπλοκή — plaiting together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3επιπλοκή — η (Α ἐπιπλοκή) [επιπλέκω] μπέρδεμα, περιπλοκή, εμπλοκή νεοελλ. 1. (για διαφορές προσώπων, ομάδων, κρατών κ.λπ.) εμφάνιση νέων δυσχερειών που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιδείνωση 2. ιατρ. εμφάνιση νέας νοσηρής καταστάσεως που… …
4επιπλοκή — η 1. περιπλοκή, εμπλοκή, μπέρδεμα. 2. μτφ., η επαύξηση των δυσχερειών εξαιτίας νέων δυσκολιών, η επιδείνωση. 3. (ιατρ.), η εμφάνιση πρόσθετου νοσηρού συμπτώματος, η περιπλοκή, η επιδείνωση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐπιπλοκαῖς — ἐπιπλοκή plaiting together fem dat pl …
6ἐπιπλοκαί — ἐπιπλοκή plaiting together fem nom/voc pl …
7ἐπιπλοκῆς — ἐπιπλοκή plaiting together fem gen sg (attic epic ionic) …
8ἐπιπλοκήν — ἐπιπλοκή plaiting together fem acc sg (attic epic ionic) …
9ἐπιπλοκῶν — ἐπιπλοκή plaiting together fem gen pl …
10διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …