ἐπιορκήσω
1ἐπιορκήσω — ἐπιορκέω swear falsely aor subj act 1st sg ἐπιορκέω swear falsely fut ind act 1st sg ἐπϊορκήσω , ἐπιορκέω swear falsely aor subj act 1st sg ἐπϊορκήσω , ἐπιορκέω swear falsely fut ind act 1st sg ἐπιορκέω swear falsely aor ind mid 2nd sg (homeric… …
2επιορκώ — (AM ἐπιορκῶ, έω) νεοελλ. μσν. 1. δίνω ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι ψεύτικα («οὐδ’ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονας», Ομ. Ιλ.) 2. αθετώ όσα υποσχέθηκα ενόρκως, πατώ τον όρκο μου αρχ. (μτβτ.) «ἐπιορκῶ τινα ή τι» α) κάνω ψεύτικο όρκο σε κάποιο θεό β) (απλώς)… …