ἐπινώτιος
1επινώτιος — α, ο (Α ἐπινώτιος, ον) [νώτιος] αυτός που φέρεται στα νώτα, στις πλάτες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επινώτιο ένδυμα χωρίς μανίκια που φέρεται πάνω στην πλάτη, κν. μπέρτα, σάλι αρχ. ωμοπλάτη …
2ἐπινώτιον — ἐπινώτιος on the back masc/fem acc sg ἐπινώτιος on the back neut nom/voc/acc sg …
3ἐπινωτίους — ἐπινώτιος on the back masc/fem acc pl …
4ἐπινώτιοι — ἐπινώτιος on the back masc/fem nom/voc pl …
5επινωτιαίος — α, ο [νωτιαίος] επινώτιος* …