ἐπιμήδομαι
1επιμήδομαι — ἐπιμήδομαι (Α) σχεδιάζω κακό εναντίον κάποιου («δόλον ἐπεμήδετο πατρί», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μήδομαι «στοχάζομαι»] …
2ἐπεμήδετο — ἐπιμήδομαι imagine imperf ind mp 3rd sg …
3ἐπεμήσαο — ἐπιμήδομαι imagine aor ind mid 2nd sg (epic) …
4ἐπιμήδει — ἐπιμήδομαι imagine pres ind mp 2nd sg …