ἐπιμηνίων

  • 1ἐπιμηνιῶν — ἐπί μηνίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπί μηνιάω pres part act masc voc sg ἐπί μηνιάω pres part act neut nom/voc/acc sg ἐπί μηνιάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἐπιμηνίων — ἐπιμήνιος monthly masc/fem/neut gen pl ἐπιμηνάω have been pres part act masc nom sg (epic doric ionic) ἐπιμηνίω to be angry with pres part act masc nom sg ἐπιμηνί̱ων , ἐπιμηνίω to be angry with pres part act masc nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κρύψις — κρύψις, ἡ (Α) [κρύπτω] 1. κρύψιμο, απόκρυψη («κρύψει σὺ κρῡψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών», Ευρ.) 2. (για αστέρες και για τον ήλιο ή τη νέα σελήνη) επικάλυψη, δύση ή έκλειψη 3. (ρητ.) η απόκρυψη τού σκοπού και τών βλέψεων κάποιου από τον αντίπαλο 4.… …

    Dictionary of Greek