ἐπιμελής
1ἐπιμελῆς — ἐπιμελής careful masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐπιμελής careful masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …
2ἐπιμελής — careful masc/fem nom sg …
3επιμελής — ές (AM ἐπιμελής, ές) [επιμελούμαι] αυτός που ασχολείται με ιδιαίτερη φροντίδα με κάτι, εργατικός (α. «επιμελής μαθητής» β. «ἐπιμελὴς ἀγαθῶν», Πλάτ. γ. «ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω», Αριστοφ.) αρχ. 1. αυτός για τον οποίο φροντίζει κανείς… …
4επιμελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που φροντίζει για κάτι, που ασχολείται με κάτι με πολύ ενδιαφέρον, εργατικός, προσεκτικός, προκομμένος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐπιμελῆ — ἐπιμελής careful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιμελής careful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιμελής careful masc/fem acc sg (attic epic doric) …
6ἐπιμελέστερον — ἐπιμελής careful adverbial comp ἐπιμελής careful masc acc comp sg ἐπιμελής careful neut nom/voc/acc comp sg …
7ἐπιμελεστέραις — ἐπιμελής careful fem dat comp pl ἐπιμελεστέρᾱͅς , ἐπιμελής careful fem dat comp pl (attic) …
8ἐπιμελεστέρων — ἐπιμελής careful fem gen comp pl ἐπιμελής careful masc/neut gen comp pl …
9ἐπιμελεστέρως — ἐπιμελής careful masc acc comp pl (doric) ἐπιμελής careful comp …
10ἐπιμελεῖς — ἐπιμελής careful masc/fem acc pl ἐπιμελής careful masc/fem nom/voc pl (attic epic) …