ἐπιμελές

  • 1ἐπιμελές — ἐπιμελής careful masc/fem voc sg ἐπιμελής careful neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2επιμελής — ές (AM ἐπιμελής, ές) [επιμελούμαι] αυτός που ασχολείται με ιδιαίτερη φροντίδα με κάτι, εργατικός (α. «επιμελής μαθητής» β. «ἐπιμελὴς ἀγαθῶν», Πλάτ. γ. «ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω», Αριστοφ.) αρχ. 1. αυτός για τον οποίο φροντίζει κανείς… …

    Dictionary of Greek