ἐπιμαρτυρήσει

  • 1ἐπιμαρτυρήσει — ἐπιμαρτύρησις confirmation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιμαρτυρήσεϊ , ἐπιμαρτύρησις confirmation fem dat sg (epic) ἐπιμαρτύρησις confirmation fem dat sg (attic ionic) ἐπιμαρτύρομαι call to witness fut ind mp 2nd sg ἐπιμαρτυρέω bear witness …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2επιμάρτυρος — ἐπιμάρτυρος, ὁ (Α) εκείνος που καλείται ή μπορεί να κληθεί να επιμαρτυρήσει, να επιβεβαιώσει τους όρκους συνθήκης («Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπιμάρτυρος ἔστω», Ομ. Ιλ.) 2. αστρολ. αυτός που προσδιορίζει τη θέση ενός αστεριού για τη μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 3επιμαρτυρώ — ἐπιμαρτυρῶ, έω (AM) [επίμαρτυς] επιβεβαιώνω («ἡμῑν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα») αρχ. 1. παρουσιάζω ευνοϊκή μαρτυρία για κάποιον 2. μέσ. ἐπιμαρτυροῡμαι, έομαι εξορκίζω 3. αστρολ. προσδιορίζω τη θέση ενός αστεριού για μαντεία …

    Dictionary of Greek