ἐπιλείπω
101ἐπιλίπηι — ἐπιλίπῃ , ἐπιλείπω leave behind aor subj mp 2nd sg ἐπιλίπῃ , ἐπιλείπω leave behind aor subj act 3rd sg …
102ανεπίλειπτος — ἀνεπίλειπτος, ον (AM) [επιλείπω] μσν. ο ανελλιπής αρχ. συνεχής, αδιάλειπτος …
103επίλειψις — ἐπίλειψις, ἡ (Α) [επιλείπω] έλλειψη, εξαφάνιση («ὀρνίθων ἐπίλειψις ἐγένετο» χάθηκαν τα πουλιά που τρώγουν πτώματα, Θουκ.) …
104επίλοιπος — η, ο (AM ἐπίλοιπος, ον) [επιλείπω] ο υπόλοιπος, αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ προκείμενον τῶν ἐπιλοίπων λόγων πάλιν ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῡ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.) αρχ. μσν. (για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, μελλοντικός («εἰς τὸν ἐπίλοιπον …
105λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …
106συνεπιλείπω — Α [ἐπιλείπω] λείπω μαζί με κάτι άλλο («ἵνα τῷ μεγέθει τοῡ ὄγκου συνεπιλείπῃ», Πλωτίν.) …
107ՆՈՒԱԶԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0448 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c չ. ἑλάττομαι imminuor ἑπιλείπω deficio եւ այլն. որ եւ ՆՈՒԱԶԻ. Պակասիլ. յատնիլ. տե՛ս եւ ՆՈՒԱՂԱՆԱԼ. *Պա՛րտ էր այլայլելոյն աճել եւ նուազանալ: Եհաս՝ իմաստութեան ինձ… …
108'πιλίπωσιν — ἐπιλίπωσιν , ἐπιλείπω leave behind aor subj act 3rd pl …
109κἀπιλείψω — ἐπιλείψω , ἐπιλείβω pour aor subj act 1st sg ἐπιλείψω , ἐπιλείπω leave behind fut ind act 1st sg …
110συνεπιλείπεται — σύν ἐπιλείπω leave behind pres ind mp 3rd sg …