ἐπικύπτω
41κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… …
42προσεπικύπτω — Μ [ἐπικύπτω] σκύβω προς τα εμπρός περισσότερο …
43συνεπικύπτω — Α [ἐπικύπτω] σκύβω ταυτόχρονα …
44κατεπέκυψεν — κατά ἐπικύπτω bend oneself over aor ind act 3rd sg …
45προσεπικύψαντες — πρόσ ἐπικύπτω bend oneself over aor part act masc nom/voc pl …
46ἐπικυψίων — ἐπίκυψις stooping fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐπικύπτω bend oneself over fut part act masc nom sg (doric) …
47ἐπικύψας — ἐπικύψᾱς , ἐπικύπτω bend oneself over aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
48ἐπικύψασα — ἐπικύψᾱσα , ἐπικύπτω bend oneself over aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …