ἐπικίνδυνος
1επικίνδυνος — η, ο (Α ἐπικίνδυνος, ον) [κίνδυνος] 1. αυτός που συνεπάγεται κίνδυνο («επικίνδυνο τόλμημα, εγχείρημα») 2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα («ἐπικίνδυνον ἔριν ἐξέφυγεν», Πλάτ.) 3. αυτός που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων… …
2επικίνδυνος — η, ο επίρρ. α 1. που περιέχει κίνδυνο, που μπορεί να προκαλέσει κακά αποτελέσματα, επίφοβος: Επικίνδυνη κατάσταση. 2. που απειλεί τη ζωή ατόμου ή ομάδας ατόμων: Επικίνδυνη εγχείρηση. – Επικίνδυνος άνθρωπος. 3. που διατρέχει κίνδυνο, που βρίσκεται …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἐπικίνδυνος — ἐπικίνδῡνος , ἐπικίνδυνος in danger masc/fem nom sg …
4ἐπικινδυνότερον — ἐπικινδῡνότερον , ἐπικίνδυνος in danger adverbial comp ἐπικινδῡνότερον , ἐπικίνδυνος in danger masc acc comp sg ἐπικινδῡνότερον , ἐπικίνδυνος in danger neut nom/voc/acc comp sg …
5бѣдьныи — (38) пр. 1.Бедственный, опасный: отъ недоуга дългаго. и бѣдьнааго (ἐπικίνδύνου) КЕ XII, 186а; Блг(с)влю г(с)а на всѩко. времѩ. не въ бл҃го д҃ни токмо жити˫а. нъ и въ бѣдныхъ временѣхъ. (περιστατικοῖς) ПНЧ 1296, 109 об.; ˫ако любѩщимъ б҃а не… …
6βούβαλος — Θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Από την Ινδία, όπου πρώτα εξημερώθηκε σε αρχαιότατα χρόνια, πέρασε στη Συρία και στις βαλτώδεις περιοχές της Ουγγαρίας και της Βαλκανικής. Ο β. εκτρέφεται για την… …
7τριπλοκίνδυνος — ὁ, Μ 1. τριπλός κίνδυνος, μεγάλος κίνδυνος 2. ως επίθ. ο τρεις φορές επικίνδυνος, πολύ επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλόος/ οῦς + κίνδυνος] …
8κἀπικινδύνως — ἐπικινδύ̱νως , ἐπικίνδυνος in danger adverbial ἐπικινδύ̱νως , ἐπικίνδυνος in danger masc/fem acc pl (doric) …
9ἐπικινδυνοτάτων — ἐπικινδῡνοτάτων , ἐπικίνδυνος in danger fem gen superl pl ἐπικινδῡνοτάτων , ἐπικίνδυνος in danger masc/neut gen superl pl …
10ἐπικινδυνοτέρα — ἐπικινδῡνοτέρᾱ , ἐπικίνδυνος in danger fem nom/voc/acc comp dual ἐπικινδῡνοτέρᾱ , ἐπικίνδυνος in danger fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …