ἐπικέρτομος
1επικέρτομος — ἐπικέρτομος, ον (Α) 1. ειρωνικός, περιπαικτικός 2. αυτός που ξεγελάει, που εξαπατά …
2ἐπικέρτομα — ἐπικέρτομος mocking neut nom/voc/acc pl …
1επικέρτομος — ἐπικέρτομος, ον (Α) 1. ειρωνικός, περιπαικτικός 2. αυτός που ξεγελάει, που εξαπατά …
2ἐπικέρτομα — ἐπικέρτομος mocking neut nom/voc/acc pl …