ἐπικάρσιος
1επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) …
2ἐπικάρσιος — cross wise masc nom sg …
3ἐπικαρσίως — ἐπικάρσιος cross wise adverbial ἐπικάρσιος cross wise masc acc pl (doric) …
4ἐπικάρσιον — ἐπικάρσιος cross wise masc acc sg ἐπικάρσιος cross wise neut nom/voc/acc sg …
5ἐπικαρσίαις — ἐπικάρσιος cross wise fem dat pl …
6ἐπικαρσίη — ἐπικάρσιος cross wise fem nom/voc sg (epic ionic) …
7ἐπικαρσίην — ἐπικάρσιος cross wise fem acc sg (epic ionic) …
8ἐπικαρσίης — ἐπικάρσιος cross wise fem gen sg (epic ionic) …
9ἐπικαρσίοις — ἐπικάρσιος cross wise masc/neut dat pl …
10ἐπικαρσίου — ἐπικάρσιος cross wise masc/neut gen sg …