ἐπικριδὸν ἱρεύσαντο μῆλα
1επικριδόν — ἐπικριδὸν (Α) επίρρ. κατ’ εκλογήν («ἐπικριδόν ἱρεύσαντο μῆλα» διάλεξαν πρόβατα και τά έσφαξαν, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. κρι τού ρ. κρίνω (πρβλ. κέ κρι κα) + κατάλ. δον, που δηλώνει τρόπο] …
1επικριδόν — ἐπικριδὸν (Α) επίρρ. κατ’ εκλογήν («ἐπικριδόν ἱρεύσαντο μῆλα» διάλεξαν πρόβατα και τά έσφαξαν, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. κρι τού ρ. κρίνω (πρβλ. κέ κρι κα) + κατάλ. δον, που δηλώνει τρόπο] …