1ἐπικηρυκεύσασθαι — ἐπικηρυκεύομαι send aor inf mp ἐπικηρῡκεύσασθαι , ἐπικηρυκεύομαι send aor inf mid …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)