ἐπικαμπύλα κ
1ἐπικαμπύλα — ἐπικαμπύλος crooked neut nom/voc/acc pl …
2κάλον — κᾱλον, τὸ (Α) 1. επιγρ. ξύλο, στέλεχος, δενδρύλλιο, βλαστός 2. στον πληθ. τὰ κᾱλα α) ξύλα για κάψιμο β) ξύλινα στελέχη για την κατασκευή αψίδων τροχού άμαξας («ἐπικαμπύλα κᾱλα», Ησίοδ.) γ) τα πλοία («ἔρρει τὰ κᾱλα» καταστράφηκαν τα πλοία, Ξεν).… …