ἐπικαμπή
1επικαμπή — η (Α ἐπικαμπή) [επικάμπτω] 1. κάμψη, κύρτωμα, λύγισμα 2. η γωνία που σχηματίζεται με την κάμψη 3. στρ. η λοξή ή κάθετη προς το μέτωπο διάταξη προς τα πίσω ενός στρατεύματος ή μιας οχυρώσεως, που αποβλέπει στην προάσπιση από εχθρική πλευρική… …
2ἐπικαμπῇ — ἐπικάμπτω bend into an angle aor subj pass 3rd sg ἐπικαμπή bend fem dat sg (attic epic ionic) …
3ἐπικαμπῆ — ἐπικαμπής curved neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπικαμπής curved masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπικαμπής curved masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4ἐπικάμπη — ἐπικάμπτω bend into an angle aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …
5ἐπικαμπαί — ἐπικαμπή bend fem nom/voc pl …
6ἐπικαμπήν — ἐπικαμπή bend fem acc sg (attic epic ionic) …
7ἐπικαμπῶν — ἐπικαμπή bend fem gen pl ἐπικαμπής curved masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …
8επίκαμψη — η (Α ἐπίκαμψις) [επικάμπτω] 1. κυκλωτική κίνηση σε ναυμαχία 2. επικαμπή 3. κάμψη, κύρτωση 4. στροφή δρόμου …
9επικάμπιος — ἐπικάμπιος, ον (Α) [επικάμπτω] 1. επικαμπής, κυρτός 2. «ἐπικάμπιος τάξις» διάταξη μάχης κατά την οποία η μία ή και οι δύο πτέρυγες σχηματίζουν γωνία προς το μέσο τής φάλαγγας και προωθούνται για να πλευροκοπήσουν τον εχθρό ή οπισθοχωρούν για να… …
10επικάμπτω — (AM έπικάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ώστε να σχηματίσει γωνία, κυρτώνω 2. (αμτβ.) κυρτώνομαι μσν. μέσ. ἐπικάμπτομαι είμαι προσηνής, ευπροσήγορος («οὗτος συνήλγει πάσχουσι, συνέκαμνε πονοῦσι, τοῖς ξένοις ἐπεκάμπτετο, φίλους παρεμυθεῖτο», Κ.… …
- 1
- 2