ἐπικίχρημι
1επικίχρημι — ἐπικίχρημι (Α) δανείζω, προσφέρω για δανεισμό («τάγματα στρατιωτῶν, ὧν ἐπέχρησε δύο Καίσαρι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίχρημι «δανείζω»] …
2ἐπικίχρημι — lend pres ind act 1st sg …
1επικίχρημι — ἐπικίχρημι (Α) δανείζω, προσφέρω για δανεισμό («τάγματα στρατιωτῶν, ὧν ἐπέχρησε δύο Καίσαρι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίχρημι «δανείζω»] …
2ἐπικίχρημι — lend pres ind act 1st sg …