ἐπιθέσθαι
1ἐπιθέσθαι — ἐπιτίθημι lay aor inf mp …
2напасти — НАПА|СТИ 1 (2*), ДОУ, ДЕТЬ гл. Нападать: помѧни пиюштааго теплѹ водѹ отъ слъньца въстопѣвъшѫ. и тѹ же порохѫ нападъшѫ. ѡть мѣста незавѣтръна. Изб 1076, 41; то же ЗЦ к. XIV, 73–74. НАПА|СТИ 2 (88), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1. Припасть, приникнуть: видѧ же… …
3επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… …
4τρωγμός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἐπιθέσθαι τὴν ὕλην τρωγμός» …