ἐπιθυμητικῶς ἔχω

  • 1επιθυμητικός — ή, ό (AM ἐπιθυμητικός, ή, όν) [επιθυμηση] το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθυμητικόν το μέρος τής ψυχής όπου έχουν την έδρα τους οι επιθυμίες μσν. 1. ποθητός 2. ωραίος, ευχάριστος 3. (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά 4. πρόθυμος αρχ. αυτός που επιθυμεί… …

    Dictionary of Greek