ἐπιθανατίαν
1ἐπιθανατίαν — ἐπιθανατίᾱν , ἐπί θανατιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπιθανατίᾱν , ἐπί θανατιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
2επικήραν — ἐπικήραν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθανατίαν σαθράν» …
1ἐπιθανατίαν — ἐπιθανατίᾱν , ἐπί θανατιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπιθανατίᾱν , ἐπί θανατιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
2επικήραν — ἐπικήραν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθανατίαν σαθράν» …