ἐπιείκεια
1ἐπιεικείᾳ — ἐπιεικείᾱͅ , ἐπιείκεια reasonableness fem dat sg (attic doric aeolic) …
2ἐπιείκεια — reasonableness fem nom/voc sg …
3επιείκεια — Όρος που στην περιοχή του δικαίου έχει προσκτήσει ποικίλες έννοιες. Στην αριστοτελική ηθική φιλοσοφία (Ηθικά Νικομάχεια, κεφ. Ε 14.1137 b, 26 επ.) το «επιεικές» είναι η βαθύτερη, πληρέστερη, περιεκτικότερη πραγμάτωση της δικαιοσύνης, που ο νόμος …
4επιείκεια — η συγκατάβαση, και ιδίως η τιμωρία αδικήματος ή σφάλματος με ηπιότητα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐπιεικείας — ἐπιεικείᾱς , ἐπιείκεια reasonableness fem acc pl ἐπιεικείᾱς , ἐπιείκεια reasonableness fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἐπιεικείαι — ἐπιεικείᾱͅ , ἐπιείκεια reasonableness fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἐπιεικείαις — ἐπιείκεια reasonableness fem dat pl …
8ἐπιεικείης — ἐπιείκεια reasonableness fem gen sg (epic ionic) …
9ἐπιεικείῃ — ἐπιείκεια reasonableness fem dat sg (epic ionic) …
10ἐπιείκειαι — ἐπιείκεια reasonableness fem nom/voc pl …