ἐπιεικτός
1επιεικτός — ἐπιεικτός, ή, όν και ἐπίεικτος, ον (Α) 1. ενδοτικός, υποχωρητικός («μένος ἐστὶν ἀάσχετον, οὐκ ἐπιεικτόν», Ομ. Ιλ.) 2. ανεκτός, υποφερτός («ἵνα ἔργα γελαστά καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε», Ομ. Οδ.) 3. (με δοτ.) αρμόδιος, κατάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …
2ἐπιεικτά — ἐπιεικτός yielding neut nom/voc/acc pl ἐπιεικτά̱ , ἐπιεικτός yielding fem nom/voc/acc dual ἐπιεικτά̱ , ἐπιεικτός yielding fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3ἐπιεικτόν — ἐπιεικτός yielding masc acc sg ἐπιεικτός yielding neut nom/voc/acc sg …