ἐπιδιακατέχει
1ἐπιδιακατέχει — ἐπί , διά , κατά χάω imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἐπί , διά καταχέω pour down upon imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἐπί , διά κατέχω hold fast pres ind mp 2nd sg ἐπί , διά κατέχω hold fast pres ind act 3rd sg …