ἐπιδαίομαι
1ἐπιδαίομαι — 1 to be kindled at pres ind mp 1st sg ἐπιδαίομαι 2 distribute pres ind mp 1st sg …
2επιδαίομαι — ἐπιδαίομαι (Α) διανέμω, διαμοιράζω («δεκάτη δ’ ἐπὶ μοῖρα δέδασται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαίομαι «μοιράζω»] …
3ἐπιδαίεται — ἐπιδαίομαι 1 to be kindled at pres ind mp 3rd sg ἐπιδαίομαι 2 distribute pres ind mp 3rd sg …
4επιδαίσιος — ἐπιδαίσιος, ον (Α) [επιδαίομαι] μοιρασμένος στα δύο …