ἐπιδαψιλεύω
1ἐπιδαψιλεύω — abound pres subj act 1st sg ἐπιδαψιλεύω abound pres ind act 1st sg …
2επιδαψιλεύω — (AM ἐπιδαψιλεύω) χορηγώ πλουσιοπάροχα αρχ. 1. υπάρχω σε αφθονία 2. μέσ. έπιδαψιλεύομαι διασαφώ, εξηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαψιλεύω «παρέχω σε αφθονία»] …
3επιδαψιλεύω — επιδαψίλευσα, επιδαψιλεύτηκα, μτβ., παρέχω σε κάποιον κάτι σε αφθονία, χορηγώ πλουσιοπάροχα: Του επιδαψίλευσα πολλές περιποιήσεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐπιδαψιλεύουσι — ἐπιδαψιλεύω abound pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιδαψιλεύω abound pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
5ἐπιδαψίλευε — ἐπιδαψιλεύω abound pres imperat act 2nd sg ἐπιδαψιλεύω abound imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
6ἐπιδαψιλευέτω — ἐπιδαψιλεύω abound pres imperat act 3rd sg …
7ἐπιδαψιλεῦσαι — ἐπιδαψιλεύω abound aor inf act …
8ἐπιδαψιλεύειν — ἐπιδαψιλεύω abound pres inf act (attic epic) …
9ἐπιδαψιλεύων — ἐπιδαψιλεύω abound pres part act masc nom sg …
10ἐπιδαψιλεύεσθε — ἐπιδαψιλεύομαι pres imperat mp 2nd pl ἐπιδαψιλεύομαι pres ind mp 2nd pl ἐπιδαψιλεύομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) ἐπιδαψιλεύω abound pres imperat mp 2nd pl ἐπιδαψιλεύω abound pres ind mp 2nd pl ἐπιδαψιλεύω abound imperf ind mp 2nd pl… …