ἐπιδέξια
1επιδέξια — επίρρ. βλ. επιδέξιος …
2ἐπιδεξιᾶ — ἐπί δεξιάζω approve fut ind act 1st sg (doric aeolic) …
3ἐπιδέξια — ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc pl …
4'πιδέξια — ἐπιδέξια , ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc pl …
5τἀπιδέξια — ἐπιδέξια , ἐπιδέξιος towards the right neut nom/voc/acc pl …
6επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… …
7μαστορεύω — (Μ μαστορεύω και μαστορεύγω) [μάστορας] εργάζομαι σαν να είμαι μάστορας κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας κάτι («κάθε Κυριακή όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι») νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επιδιορθώνω κάτι με επιδεξιότητα, φιλοτεχνώ, καλοδουλεύω 2 …
8επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ …
9νωμώ — νωμῶ, άω (Α) 1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω 2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῑδ », Πίνδ.) 3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς… …
10Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …