ἐπιγλωττίδας
1ἐπιγλωττίδας — ἐπιγλωσσίδας , ἐπιγλωσσίς valve which covers the larynx fem acc pl …
2γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …
3επιγλωττίτιδα — η φλεγμονή τής επιγλωττίδας …
4λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… …
5σιαλοφόρος — ο, θηλ. και α, Ν 1. αυτός που φέρει ή μεταφέρει τον σίαλο, σιαλαγωγός 2. φρ. α) «σιαλοφόρος οδός» ανατ. οδός διά μέσου τής οποίας μεταφέρεται το σάλιο από τη στοματική κοιλότητα στο στομάχι β) «σιαλοφόρες πύλες» ανατ. τα ανοίγματα δεξιά και… …