ἐπιβήτωρ
1ἐπιβήτωρ — one who mounts masc nom sg …
2ἐπιβήτορα — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc sg …
3ἐπιβήτορας — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc pl …
4ἐπιβήτορες — ἐπιβήτωρ one who mounts masc nom/voc pl …
5ἐπιβήτορι — ἐπιβήτωρ one who mounts masc dat sg …
6επιβήτορας — ο (AM ἐπιβήτωρ) [επιβαίνω] (για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο 2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία νεοελλ. 1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για …